ξομπλιάζω
διακοσμώ, στολίζω, κεντώ, κάνω ξόμπλια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξομπλιάζω (Λ. exemplum, Σ. ὀbλάτσιεμ) = σχεδιάζω κέντημα, κεντῶ, ἀδολεσχῶ, κουτσομπολεύω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξομπλοιάζω = ἐξισόω, περιγράφω, ὑποδεικνύω.
Σημ. Ὁ Κοραῆς καὶ ὁ Βυζ. παράγουσιν αὐτὴν κακῶς ἐκ τοῦ Λατινικοῦ exemplum (ἰδ. ᾆσμα 4ον ἐν σημ.).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου