ξόανο
Ξόανο § Μ. ἄνθρωπος ἄχαρις, εὐήθης. ΚΝ.
Σημ. Λέξις ἀρχαία ἀλώβητος παρὰ Λευκαδίοις διασωθεῖσα, μόνον δὲ εἰς μεταφορὰν ἐκπεσοῦσα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξόανο § Μ. ἄνθρωπος ἄχαρις, εὐήθης. ΚΝ.
Σημ. Λέξις ἀρχαία ἀλώβητος παρὰ Λευκαδίοις διασωθεῖσα, μόνον δὲ εἰς μεταφορὰν ἐκπεσοῦσα.