ξεβρακώνω (μτφ)
ντροπιάζω, ρεζιλεύω δημόσια κάποιον, αποκαλύπτω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεβρακώνω (ἐκ-Ἰ. brache) = ἀποσπῶ τὴν σκελέαν, ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω αἴσχη ἢ ἐπίμεμπτον ἐνέργειαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης