ξεβγαίνω
μεγαλώνω, αναπτύσσομαι.
Λέγεται για τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά ακόμη: “Ε, τώρα μεγάλωσε το παιδί, εξεβήκε”.
Για τις κοπέλες όμως έχει διαφορετική έννοια: “Εξεβήκε κι αυτή λίγο …”, δηλ. εξέφυγε κάπως από την αυστηρή επιτήρηση των γονιών της.
Για τα φυτά και τα ζώα = το πήραν απάνω τους, ξεπετάχτηκαν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεβγαίνω (ἐκ-βαίνω) = ἀποβαίνω, ἀναπτύσσομαι, αὐξάνω, χειραφετοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης