ξεβγάνω
- συνοδεύω, κατευοδώνω κάποιον, που πρόκειται να ταξιδέψει, ή κάποιον που φιλοξένησα σπίτι μου.
- ξεπλένω με καθαρό νερό τα ρούχα της μπουγάδας ή ρούχα απλώς σαπουνισμένα.
- παρασέρνω κάποιον στον κακό δρόμο, στην ανηθικότητα.
λέξεις: ξέβγαλμα, ξεβγαλμένος, -η.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεβγάνω (ἐκ-βάλω) = προπέμπω ἀναχωροῦντα, χειραφετῶ, προάγω εἰς ἀνηθικότητα, ἀποπλύνω ἱμάτια ἀπὸ τὴν σαπουνάδαν μὲ καθαρὸν ὕδωρ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης