Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξετραχηλώνω -ομαι

έχω ανοιχτή την τραχηλιά του πουκαμίσου μου. Κυρίως λέγεται για τους άντρες, που δουλεύουν με α πουκάμισα ανοιχτά (παλιοί καιροί…).
Σε σατιρικό στιχούργημα, βλέπομε: “Ο ύπνος πάει τον τοίχο, τοίχο / κι έλεγε τον τέτοιο μύθο: Όποιος εμένα αγάπησε / κι εγώ καλά τον έχω, /ζόρκονε και μόρκονε και ξετραχηλωμένο”.
Το ξετραχηλώνω είναι συνώνυμο του ξεχειλώνω (“Εξεχείλωσε η μπλούζα σου”).
ΒΑΛ. Ξεριζωμένο δέντρο: “χήραις, γρηαίς, πανόρφανες και ξετραχηλισμένες”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.