ξετραχηλώνω -ομαι
έχω ανοιχτή την τραχηλιά του πουκαμίσου μου. Κυρίως λέγεται για τους άντρες, που δουλεύουν με α πουκάμισα ανοιχτά (παλιοί καιροί…).
Σε σατιρικό στιχούργημα, βλέπομε: “Ο ύπνος πάει τον τοίχο, τοίχο / κι έλεγε τον τέτοιο μύθο: Όποιος εμένα αγάπησε / κι εγώ καλά τον έχω, /ζόρκονε και μόρκονε και ξετραχηλωμένο”.
Το ξετραχηλώνω είναι συνώνυμο του ξεχειλώνω (“Εξεχείλωσε η μπλούζα σου”).
ΒΑΛ. Ξεριζωμένο δέντρο: “χήραις, γρηαίς, πανόρφανες και ξετραχηλισμένες”.