Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεθεόνω

Ξεθεόνω § καταπονῶ τινα, ἀφανίζω. Π. τὸν ἐξεθέωσε ’ς τὴ δουλειά, – λέγομεν καὶ ἄλλως τὸν ἐψόφισε, τὸν ἀπέθανε ’ς τὴν δουλειά.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἐκθείω (= ἀποθεόνω), ἴσως κατ’ ἀντίφρασιν ἀντὶ τοῦ ἀποσκορακίζω – τὸν στέλλω ’ς τὸν διάολο. Οἱ Κύπριοι λέγουσι ’ποθεόνω (ἐφ. Φιλομαθ. σ. 1270).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.