ξεσκατίζω -ώνω
Ξεσκατίζω -ώνω (ἐκ-σκώρ, γεν. σκατὸς) = καθαρίζω ἀπὸ τῶν κοπράνων, ἀποπλύνω ἄτομον κοπρισθέν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεσκατίζω -ώνω (ἐκ-σκώρ, γεν. σκατὸς) = καθαρίζω ἀπὸ τῶν κοπράνων, ἀποπλύνω ἄτομον κοπρισθέν.