Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεσκαλώνω

απελευθερώνω, κατεβάζω ένα αντικείμενο που σκάλωσε, μπλέχτηκε κάπου. Π.χ., ένα καπέλο σκάλωσε σε ένα δέντρο, ένα ρούχο πάνω στα κεραμίδια. Αυτά τα ξεσκαλώνομε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεσκαλώνω (ἐκ-Ἰ. scalare) = καταβιβάζω, ἀπελευθερῶ πρᾶγμα ἐμπλακὲν εἰς ὑψηλὸν σημεῖον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.