ξεσκαλώνω
απελευθερώνω, κατεβάζω ένα αντικείμενο που σκάλωσε, μπλέχτηκε κάπου. Π.χ., ένα καπέλο σκάλωσε σε ένα δέντρο, ένα ρούχο πάνω στα κεραμίδια. Αυτά τα ξεσκαλώνομε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεσκαλώνω (ἐκ-Ἰ. scalare) = καταβιβάζω, ἀπελευθερῶ πρᾶγμα ἐμπλακὲν εἰς ὑψηλὸν σημεῖον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης