ξεσγουρίζω
το ελαφρό πλύσιμο των ασπρόρουχων με νερό, για να μαλακώσουν τα λερώματα, οι σκουριές κ.λπ. Σε δεύτερη φάση τα σαπουνίζουν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεσγ(ου)ρίζω (ἐκ-ζυγόω -ηρός, Ἰ. sgorgare, scorrere;) = πλύνω ἐλαφρὰ τὰ ροῦχα πρὶν μεταχειρισθῶ σαπούνι (διὰ νὰ μαλακώσῃ ἡ σγουράδα τῆς ἀκαθαρσίας).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεσγουρίζω = ξεσκουριάζω, προπλένω, βγάζω μέ πλύσιμο τήν πρώτη λέρα ἀπό ροῦχα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής