Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεσγαρλίζω

Ξεσγαρλίζω § ταὐτόσημ. τοῦ γρατσουνάω (ὅπερ ἰδέ).

Σημ. Ἡ λ. πεποιημένη. Ὁ παρ᾿ ἐμοὶ ἀνώνυμος τοῦ Ὁμήρου μεταφραστὴς (ἰδ. λ. μαρτιάκο), μεταφράζει τὸν στίχον τοῦτον ὥς τε λέοντα. ὃν ποιμὴν … χραίσῃ (Ἰλ. Ε΄ 137) διὰ τοῦ καθὼς τὸ λεοντάρι, τὸ ὁποῖον ἤθελε τὸ ξεγαλίσει ὁ βοσκὸς ἀντὶ τοῦ παρ᾿ ἡμῖν ξεσγαρλίσει. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.

βλ. καί ξεσγαλίζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.