Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεροσταλιάζω

μένω όρθιος αναμένοντας κάποιον, ή περιμένοντας σειρά έξω από καμιά πόρτα δημοσίου γραφείου.
“΄Εξεροστάλιασα, χριστιανέ μου …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεροσταλιάζω (ξηρὸς-στάλα -ὶς) = περιμένω ὄρθιος καὶ ἀκίνητος ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐν εἴδει στήλης.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Έχουμε δυο λέξεις, ξερός και σταλιάζω. Από την αγνώστου ετυμολογίας λέξη στάλη, που σημαίνει ποιμνιοστάσιο (μαντρί), προήλθε το ρήμα σταλιάζω που θα πει οδηγώ το κοπάδι για ανάπαυση στο μαντρί. Στη συνέχεια πήρε τη σημασία του υποφέρω από έλλειψη νερού, που οφείλεται σε παρετυμολογία της λέξεως σταλιά (στάλα). Ο κΚριαράς αποδίδει το συνιζημένο -κατά την γραμματική- ρήμα ξεροσταλιάζω ως εξαντλούμαι, κουράζομαι μένοντας συνήθως όρθιος και ακίνητος για πολλή ώρα και χωρίς νερό συνήθως. Για το πρώτο συνθετικό της λέξης να θυμηθούμε το: έπεσα (στο κρεβάτι) ξερός (από κούραση).
Τέλος υπάρχει και η άποψη πως η λέξη μας σχετίζεται με τους τύπους στάλιξ, πάσσαλος και στάλα (στήλη). Πρβλ. και στήλη άλατος.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.