ξερεξιάρης -ω
Ξερεξ(ι)άρης -ω (ἐξ-ὄρεξις) = ὁ ἔχων τροφικὰς ἰδιοτροπίας καὶ προτιμήσεις ἢ ἀπεχθείας γεύσεων.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεραξάρης. Ιδιότροπος στο φαγητό, θέλει ιδιαίτερο. Από το ξορέξι (εκ-όρεξη). Και όπως λέγει ο Κοντομίχης (ξερέξα) απαντά μόνο στον πληθυντικό, τα ξορέξα, λιχουδιές, νοστιμιές.
Στην Καρυά το βρίσκουμε και ως επίθετο ( σε ένα γέος) -άρης. Σχετικό και το ξεραθυμάω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης