ξεραθυμιά
μεγάλη επιθυμία για κάτι :”Μήπως έχεις νοικοκυρά μου, μια σφήνα τυρί, δανεικό;” απάντηση: “Ούτε για ξεραθυμιά, προγιαστή μου, δεν έχω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεραθ(υ)μ(ν)ιἀ /ἡ/ (ἐξ-ἐρι-θυμόω) = γεῦσις σφοδρῶς ποθουμένου πράγματος, δοκιμή, ἀπόλαυσις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεραθυμιά = σφοδρή ἐπιθυμία γιά κάποιο ἐκλεκτό φαγητό γιά κάτι τό ἰδιαίτερο, θέλεις καί ξεραθυμιές, (θέλεις καί ἰδιαίτερα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ξερραθυμιὰ § πᾶν νόστιμον καὶ ὀρεκτικὸν ἔδεσμα.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου