ξέψωμος -η -ο
ο εργάτης που δε σιτίζεται από τον εργοδότη.
φράση: “θα μου μαζέψεις τις ελιές και τα “έξοδα” (φαγητό κ.λπ.) θα έναι δικά σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξέψωμος -η -ο (ἐκ-ἔξω-ψωμὸς) = ἐργάτης ἰδιοσύσσιτος (χωρὶς φαγητὸν παρὰ τῷ ἐργοδότῃ).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης