Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεπουργάρω

πλήρης κένωση του πεπτικού σωλήνα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεπο(υ)ργάρω (Ἰ. spurgare) = ἐκκενῶ τὸν πεπτικὸν σωλῆνα διὰ καθαρτικοῦ, ὑφίσταμαι τὴν κάθαρσιν (τὰς συνεπείας).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Από το πολύ φαΐ κάποιος πάει να σκάσει και τον σφίγγει το παντελόνι του. Λέμε θα ξεμπουργάρει κι αν σκιστεί το βρακί του απ΄την πίεση με θόρυβο, λέμε αυτός ξεμπουργάρησε (από τη λέξη πουρί).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


βλ. και ξεμπουρδάρει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.