ξεπουργάρω
πλήρης κένωση του πεπτικού σωλήνα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεπο(υ)ργάρω (Ἰ. spurgare) = ἐκκενῶ τὸν πεπτικὸν σωλῆνα διὰ καθαρτικοῦ, ὑφίσταμαι τὴν κάθαρσιν (τὰς συνεπείας).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το πολύ φαΐ κάποιος πάει να σκάσει και τον σφίγγει το παντελόνι του. Λέμε θα ξεμπουργάρει κι αν σκιστεί το βρακί του απ΄την πίεση με θόρυβο, λέμε αυτός ξεμπουργάρησε (από τη λέξη πουρί).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
βλ. και ξεμπουρδάρει