Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεπορτίζω

βγαίνω από το σπίτι μου και μτφ. = ζω ελεύθερα, ζω ανήθικα.
“Πάει εξεπόρτισε κι αυτή” κι ακόμα: “Εξεπόρτισε η κόρη του Τάδε” = κλέφτηκε με κάποιον (εκούσια απαγωγή).
ουσ. ξεπόρτισμα – ξεπροτισμένος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.