ξεπιάνω (ξεπιάνει, απροσ.)
σταματάει η βροχή. “Ευτυχώς εξέπιασες” – “σε λίγο θα ξεπιάσει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεπιάνω (ἐκ-πιάζω, Ἰ. piove -re) = παύομαι τὴν βροχὴν (πάντοτε εἰς τρίτον πρόσωπον), «ἐξέπιασε», «θὰ ξεπιάσῃ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης