ξεντρεγάρω και ξεντριγάρω
τελειώνω κάποια δουλειά μου, ξεκαθαρίζω τη διαφορά μου με κάποιον.
φράσεις: “ξεντρεγάρισέ με, ξ΄τιανή μου, τώρα” = τελείωνέ με. – “Εξεντρεγάρ΄σε ο πατέρας σου στ΄ αμπέλι ή ακόμα; (ιτ. intrigare).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεντριγάρω (ἐκ-Ἰ. dirizzare) = περατῶ ἐκκρεμότητα, ἐκκαθαρίζω δοσοληψίας, τελειώνω ἔργον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεντριγάρω = ἀποτελειώνω, τελειώνω ὕστερα ἀπό κόπο κάποια δουλειά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ξεμπερδεύω από κάτι.
Από το ιταλικό INTRICARE, που σημαίνει περιπλέκω. (Από δω και οι ίντρικες, μηχανορραφίες).
Στην (ιδιωματική) γλώσσα μας μπήκε το “ξε” (από την αρχαία πρόθεση “εκ”) μπροστά κι έγινε η λεξη “ξεντρεγάρω”, τελειώνω αισίως κάτι.
(Ο Κοντομίχης στο πρόσφατο λεξικό του διορθώνει (όπως και σε άλλες περιπτώσεις) το – μάλλον άσχετο- λατινικό ρήμα του Λάζαρη, DRIZZARE.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης