ξενοτικός -ή -ό
ο προερχόμενος από ξένη χώρα.
φράσεις: “Αυτά είναι ξενοτικά πράγματα” – “ύφασμα ξενοτικό”.
Γενικά, κάτι που μας έρχεται απ΄ έξω, από ξένους: υλικά, ηθικά, πνευματικά πράγματα, συνήθειες που τις μιμούμαστε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξενοτ(ι)κὸς -ὴ -ὸ (ξενότης) = ὁ ἀπὸ τῆς ξένης προερχόμενος, ὁ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξενοτικό = ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό ἐξωτερικό.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής