ξένω 04 Νοέ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξένω § ἴδ. ξαγγλίζω. Σημ. Ἐκ τοῦ ξέω (Σύλλ. 11). Οἱ Κύπριοι λέγ. Ξανίζω (Φιλίστ. Γ’ 537).