ξεμυλάω
Ξεμ(υ)λάω (ἐκ-μύλλω) = πιπιλίζω ὁλοσχερῶς, διαλύω ἐντὸς τοῦ στόματος, ἀπομυζῶ μέχρις ἐξαντλήσεως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεμ(υ)λάω (ἐκ-μύλλω) = πιπιλίζω ὁλοσχερῶς, διαλύω ἐντὸς τοῦ στόματος, ἀπομυζῶ μέχρις ἐξαντλήσεως.