ξεμόνιο (το)
μέρος απομακρυσμένο, μακρυά από την οικογενειακή εστία.
φράσεις: “έχω ξεμόνιο, βλέπεις, ο άντρας μου δουλεύει στα καλαμπόκια στο Ξηρόμερο.” – “Ο αδερφός σου πάει στο ξεμόνιο για να δουλέψει λίγο ψωμί και εσύ γυρνάς στα καφενεία”.
Ξεμόνιο όμως έλεγαν και τις απομακρύνσεις για δουλειές μέσα στην περιφέρεια τους. “Μαγειρεύω και βιάζομαι να πάω φαΐ στους εργάτες. Έχω ξεμόνιο”. Από το χωριό Τσουκαλάδες στην περιοχή Σπαθαριές.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεμόνιο /τὸ/ (ἐκ-μονή, μονιὰ) = τόπος ἐρημικὸς ἀκοινωνήτου διαβιώσεως, ἐρημικὴ ἀγροικία ἢ καλύβη κ.τ.ὅ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεμόνιο = τό παραπανίσιο ἔξοδο πού γίνεται ὅταν μέλη τῆς αὐτῆς οἰκογενείας διαμένουν χωριστά καί κάνουν διπλά ἔξοδο (Διπλό νοικοκυριό).