Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεμοναχιάζω

απομονώνω κάποιον, προσπαθώ α τον συναντήσω μόνον του ή μόνη της χωρίς να μας βλέπει άλλο μάτι.
φράση: “τον ξεμονάχιασα και τον έκανα του αλατιού”.
Το ρ. έχει και την έννοια του απομονώνομαι, ζω μόνος. “Είναι ξεμοναχιασμένος”.
ΒΑΛ. Αστραπόγιαννος: “Τ΄ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.