ξεματοχινός -ή -ό
ο επιτήδειος, ο κατάλληλος. Συχνά λέγεται και με ειρωνική διάθεση
φράσεις: “… χμ … ξεματοχ΄νός είσαι για μάστορας …”. – “Θα πάω εγώ και θα τ ακαταφέρω! – Ξεματοχ΄νός είσαι;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεματοχ(ι)νὸς -ὴ -ὸ = ὁ ἐπίτηδες καμωμένος, ὁ ἁρμόζων, ὁ ἐμπρέπων. βλ. λ. ξεμάτοχα -όχ(ου).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χαλικιοπουλος Σωτηρης -
Ξεματοχινος σημαίνει αυτός που είναι φτιαγμένος για κάτι συγκεκριμένο (από το ξεματοχου = επιτηδες).Λέμε για παράδειγμα “δε το έκανα ξεματοχου” και ” αυτός το εργαλείο είναι ξεματοχινο για εκείνη τη δουλειά “.