ξεμάτοχα -όχου
κάνω κάτι από υστεροβουλία, επίτηδες. φράση: “το ΄καμες ξεματόχου…”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεμάτοχα -όχ(ου) (συμμετόχως, ἐκ συμμετόχου) = ἐκ προθέσεως, ἐπίτηδες, θεληματικά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το ξε είναι πρόθεμα-μόριο της μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ/εξ με απευθείας σίγηση του άτονου αρχικού -ε- (π.χ. εξ-ανοίγω, ξανοίγω – Μπαμπινιώτης).
Από το μετέχω, η συμμετοχή (συν-μετέχω)
Επομένως: εκ/ξε=μετοχής και με επίδραση τυ συνώνυμου. Επί τούτου (δηλαδή της γενικής) έγινε το ξεματόχου και επίρρημα ξεμάτοχα. (Έχομε και εξ επί τούτου).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ξεματώχου = ἐπίτηδες, σκοπίμως καί προκλητικῶς, τό ἔκανες ξεματώχου (σκοπίμως).