Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξελακώνω

  1. σκάφτω βαθιά, βγάζοντας πέτρες και ρίζες, αν τύχουν, για να καλλιεργήσω αμπέλι.
  2. βγάζω τα χώματα γύρω απ΄ τις ρίζες ορισμένων φυτών για να ποτιστούν ή να λιπανθούν.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξελακώνω (ἐκ-λάκκος) = ἀνασκάπτω βαθέως, ἀφαιρῶ τὰ περὶ τὴν ρίζαν φυτοῦ χώματα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.