ξεκολλώνω
ξεριζώνω ένα φυτό, δέντρο, θάμνο κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεκολώνω (ἐκ-κολεός, κολλάω -ῶ) = ἀποκολλῶ, ξερριζώνω, ἀποσπῶ ριζικῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ξεριζώνω ένα φυτό, δέντρο, θάμνο κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεκολώνω (ἐκ-κολεός, κολλάω -ῶ) = ἀποκολλῶ, ξερριζώνω, ἀποσπῶ ριζικῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης