ξεκηπίσματα (τα)
λέξη ειρωνική όταν συνοδεύεται με το “καλά ξεκηπίσματα”. Λέγεται όταν δεν υπάρχει απαντοχή για καλή έκβαση των υποθέσεών μας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεκ(η)πίσματα (ἐξ-κῆπος) = ἡ λῆξις παραγωγικῆς ἐποχῆς κηπευτικῶν, κάμψις ἱκανοτήτων δράσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης