ξεκατελώνω
Ξεκατελώνω = (εκ+κατελώνω) = εκ βρωμίζω, ξεβρωμίζω, απομακρύνω τη βρωμιά, καθαρίζω.
βλ. κατελώνω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεκατελώνω = (εκ+κατελώνω) = εκ βρωμίζω, ξεβρωμίζω, απομακρύνω τη βρωμιά, καθαρίζω.
βλ. κατελώνω