ξεκαμπίζω
έρχομαι από κάπου, εμφανίζομαι ξαφνικά.
φράσεις: “Πούθε μας ξεκάμπισες;” “Τώρα ξεκάμπισε αυτό το … φρούτο;” (ειρωνικά) για πονηρούς ανθρώπους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Το ρήμα γραμματικά είναι ξεκαμπίζω και σημαίνει οδηγώ στον κάμπο, βγάζω σε ξέγναντο μέρος (Κριαράς). Έχει όμως και ιδιωματική σημασία όπως σε μας. “Ο καιρός-βροχερός κυρίως- ξεκάμπισε”, καλυτέρεψε. “μπορούμε να βγούμε από το σπίτι από κει που ΄χαμε “σπηλώσει” και να πάνε στον κάμπο, στη δουλειά μας. το λεξικό στο λήμμα “ξεκαμπίζω” “εξέρχομαι εις πεδιάδα, εις τον κάμπο” (Δημητράκος)
Ή εμφανίζομαι ξαφνικά (Κοντομίχης).
Λέμε: “πούθε ξεκάμπισε, αυτό το πράμα;”, ειρωνικά, όπως λέμε ξεφύτρωσε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης