Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεϊβάρωμα (το)

το ψάρεμα στο ιβάρι, στο ιχθυοτροφείο, πράγμα που κρατάει πολύ χρόνο και είναι και κάτι αβέβαιο ως προς τη σοδειά.
μτφ.: φράση: “καλό ξεϊβάρωμα”, δηλ. έχε υπομονή, περίμενε με αβεβαιότητα. Η φράση ισοδυναμεί με το “καλό ξημέρωμα”, όταν λέγεται ειρωνικά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεϊβάρωμα /τὸ/ (ἐκ-Λ. vivarium) = ἔκβασις δυσχεροῦς ὑποθέσεως ἢ ἐπιχειρήσεως: «καλὸ ξεϊβάρωμα». βλ. λ. ξεγοβάρωμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.