ξεϊβάρωμα (το)
το ψάρεμα στο ιβάρι, στο ιχθυοτροφείο, πράγμα που κρατάει πολύ χρόνο και είναι και κάτι αβέβαιο ως προς τη σοδειά.
μτφ.: φράση: “καλό ξεϊβάρωμα”, δηλ. έχε υπομονή, περίμενε με αβεβαιότητα. Η φράση ισοδυναμεί με το “καλό ξημέρωμα”, όταν λέγεται ειρωνικά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεϊβάρωμα /τὸ/ (ἐκ-Λ. vivarium) = ἔκβασις δυσχεροῦς ὑποθέσεως ἢ ἐπιχειρήσεως: «καλὸ ξεϊβάρωμα». βλ. λ. ξεγοβάρωμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης