ξεγύρισε
Γέρεψε. Ξεγυρίζω κατά τον Μπαμπινιώτη είναι ρήμα αμετάβατο, επανακτώ την υγεία μου, αρχίζω να αναρρώνω. Λέμε κι εμείς: “Ξεγύρισε το πρόσωπο του, είναι γερός, γέρεψε”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γέρεψε. Ξεγυρίζω κατά τον Μπαμπινιώτη είναι ρήμα αμετάβατο, επανακτώ την υγεία μου, αρχίζω να αναρρώνω. Λέμε κι εμείς: “Ξεγύρισε το πρόσωπο του, είναι γερός, γέρεψε”.