ξεγκαρδίζω -ομαι
πέφτω σε ατονία, αποκάμνω.
φράσεις: “με ξεγκάρδισε ο χριστιανός μου με το λέγε-λέγε” – “εξεγκαρδίστηκα στα γέλια” – όσο να γίνει το φαΐ να φάμε, εξεγκαρδιστήκαμε” – “εξεγκαρδίστηκα από την πείνα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεγκαρδίζω (ἐξ-ἐν-καρδία) = ἀποκαρδιώνω, προκαλῶ ἀτονίαν ἢ κάρωσιν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεγκαρδίζομαι. Σκάω στα γέλια. Εύχρηστο στην παθητική φωνή και μάλιστα τον αόριστο, όπως “ξεγκαρίστηκα στα γέλια”, γέλασα με την καρδιά μου. “γελώ μέχρι λιποθυμίας” (Δημητράκος).
Κατά την προφορά ακούγεται ένα -γ- μετά το -ξε-. Είναι το -ν- της προθέσεως εν (εγκάρδιος). Ο Δημητράκος έχει και ενεργητικό τύπο ξεκαρδίζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης