ξεγάνωτος -η -ο 17 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεγάνωτος -η -ο (ἐκ-γανάω) = ἀκηλίδωτος, ἀμουντζούρωτος, καθαρός.