ξεμπουρίζω 20 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεμπ(ου)ρίζω (ἐκ-πορίζω, πηρόω;) = παύω νὰ εἶμαι ἁγνός, διαφθείρομαι, ἀλητεύω.