ξεμπουκάρω
Ξεμπ(ου)κάρω (ἐξ-Ἰ. Bucca, sboccare) = ἐξέρχομαι ἀπὸ τὸ στόμιον κλειστοῦ χώρου, προβάλλω, προβαίνω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεμπ(ου)κάρω (ἐξ-Ἰ. Bucca, sboccare) = ἐξέρχομαι ἀπὸ τὸ στόμιον κλειστοῦ χώρου, προβάλλω, προβαίνω.