ξεμπλέτσωτος -η -ο
ντυμένος με ατημελησιά, με ανοιχτό πουκάμισο π.χ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεμπλέτσωτος -η -ο (ἐξ-ἐν-πλίσσω, πλάσσω) = μὲ τὴν ἀμφίεσιν ἀνοικτὴν περὶ τὸν τράχηλον καὶ τὸ στέρνον, ἀτημέλητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης