ξαβασκαίνω
θεραπεύω το βασκαμό, κάνω ξεβάσκαμα.
Πώς γινόταν: Το ξεβάσκαμα έκανε η ξορκίστρα, ειδική γυναίκα μυημένη στα μυστικά της μαγγανείας.
Τα σύνεργα της: ένα λαδολύχναρο κι ένα ποτήρι νερό ή πιάτο με νερό πάλι.
Πρώτα έπαιρνε το λυχνάρι αναμμένο κι έκανε μ΄ αυτό τρεις φορές το σημείο του σταυρού πάνω από τον “ασθενή”. Έπειτα βουτούσε ιεροτελεστικά το δάχτυλό της στο λάδι του λυχναριού και στάλαζε τρεις σταγόνες λάδι στο ποτήρι ή στο πιάτο όπου είχε ρίξει από πριν τρία “σβολιά” αλάτι. Κι αν το λάδι σκόρπαγε και άπλωνε, τότε ο άνθρωπος ήταν βασκαμένος. Όταν η διάγνωση έδειχνε βάσκαμα η ξορκίστρα άρχιζε να απαγγέλλει ψιθυριστά το σχετικό για τον αβασκαμό ξόρκι. Το ΄λεγε τρεις φορές κι ύστερα ράντιζε τον άρρωστο με το λαδόνερο τρεις φορές πάλι και κατόπι του ΄δινε να πιει απ΄ αυτό μερικές σταγόνες. (βλ αβασκαίνω – αβάσκαμα – αβασκαντήρα).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαβασκαίνω = ἐξουδετερώνω τὸ βάσκαμα, αἵρω τὴν βασκανείαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης