ξαγκουσεύω
διώχνω την αγκούσα, τη στενοχώρια.
φράση: “Μ΄ αυτό που μου είπες με ξαγκούσεψες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαγκ(ου)σεύω (ἐξ-ἄγχος, Ἰ. angosciare) = αἴρω τὴν θλῖψιν, παραμυθῶ, παρηγορῶ, ἀνακουφίζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαγκουσεύω -ομαι. Εξ (ξε) και αγκούσα (στενοχώρια). Παύω να στενοχωριέμαι. Αγκούσα το βενετσιάνικο angustia (Ανδριώτης). Σχετίζεται άμεσα με τον όγκο (ογκούμαι). Λέμε: Περιμένω να ξαγκουσέψεις, παιδί μου”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης