Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξαγκουσεύω

διώχνω την αγκούσα, τη στενοχώρια.
φράση: “Μ΄ αυτό που μου είπες με ξαγκούσεψες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξαγκ(ου)σεύω (ἐξ-ἄγχος, Ἰ. angosciare) = αἴρω τὴν θλῖψιν, παραμυθῶ, παρηγορῶ, ἀνακουφίζω.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ξαγκουσεύω -ομαι. Εξ (ξε) και αγκούσα (στενοχώρια). Παύω να στενοχωριέμαι. Αγκούσα το βενετσιάνικο angustia (Ανδριώτης). Σχετίζεται άμεσα με τον όγκο (ογκούμαι). Λέμε: Περιμένω να ξαγκουσέψεις, παιδί μου”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.