Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξαγκλίζω (ξαγγλίζω)

  1. ξεμπερδεύω τα πρόβεια μαλλιά, που πρόκειται να γίνουν τουλούπα για γνέσιμο.
  2. ξεμπερδεύω, χτενίζω τα μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου.

φράση: “Εδώ είναι μαλλιά αξάγγλιγα“, δηλ. υποθέσεις μπερδεμένες, πολύπλοκες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξαγκλίζω (ἐξ, ἀγκύλη -ίζω) = ξεμπερδεύω μαλλί, εὐθετῶ κόμην περίπλοκον, ξαίνω ἔριον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξαγγλίζω § κτενίζω τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ἐξομαλίζω συμπεπλεγμένα μαλλία, ὅπερ καὶ ἄλλως ξένω μαλλιὰ λέγομεν. Π. ἔκατσα νὰ ξανασάνω κ’ εὕρηκα μαλλιᾲ νὰ ξάνω (παροιμ. 16).

Σημ. ἰδ. Ἀξάγγλιαστος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.