ξά(γ)ι (το)
η αμοιβή σε είδος του μυλωνά και καραβοκύρη του λιτρουβειού. Το ξάϊ δινόταν μετά το ζύγισμα του αλευριού ή το μέτρημα (στο λάδι) και κυμαινόταν από 6-10%.
Στα πρακτικά του Εγχωρίου συμβουλίου της 17 Μαΐου 1853 (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας) διαβάζομε: “Οι μυλωνάδες να λαμβάνωσι δια ξάγιον, εάν εις χρήμα, φάρδια 10 δι΄ έκαστον κοιλόν, εάν δε εις είδος, δια μεν τον σίτον 5%, δια δε τα άλλα είδη γεννημάτων 7%.” [Σημ.: φάρδι ή φαρδίνι = αγγλικό κέρμα που ισοδυναμεί με το 1/4 της πένας].
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξά(γ)ι (ἕξ-ἄγω) = τὸ ποσοστὸν τῆς εἰς εἶδος ἀμοιβῆς τοῦ μυλωθροῦ ἢ ἐλαιοτριβέως διὰ τὴν ἄλεσιν δημητριακῶν ἢ τὴν ἔκθλιψιν ἐλαιοκαρποῦ (τὸ 1/6 ἄλλοτε τοῦ συνόλου).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δεν ακούγεται το -γ-. Είναι η αμοιιβή του μυλωνά. Οι γλωσσολόγοθ το ετυμολογούν από το μεσαιωνικό ξάγιν, μεταγενέστερο εξάγιον, κι αυτό από το λατινικό exagium, που θα πει ζυγός. Το νεότερο ρήμα ξαγιάζω θα πει υπεξαιρώ κρυφά (κλέβω κάτι). Με το εξάγω του Λάζαρη δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης