ξαχρίζω
ξακρίζω, καθαρίζω, σκουπίζω το σπίτι στις γωνιές, βγάνω κάπνες, αράχνες κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαχρίζω (ἐξ-ἀχρεῖος, ἄχρι, ἄκρον;) = καθαρίζω τὰς γωνίας τῶν δωματίων, ἀπὸ ἀράχνες, κάπνες κ.τ.ὅ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαχρίζω = καθαρίζω τό κτῆμα ἀπ᾿ τά ζιζάνια, ἤ τό σπίτι ἀπό σκουπίδια κι ἀράχνες.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής