Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βυζασταρούδι (το)

το βρέφος που θρέφεται πάντα με το γάλα της μάνας του, άλλως βυζανιάρικο.
Βυζασταρούδια λέμε και τα -ομοίως τρεφόμενα – αρνοκάτσικα.
“Αρνί βυζασταρούδι” – Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Β΄”φεύγουν στα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια” ( η έννοια εδώ είναι μεταφορική).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βυζασταροῦδι /τὸ/ (μυζάω) = θηλάζον βρέφος, νήπιον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Το βυζανιάρικο αλλιώς. Ετυμολογικά είναι υποκοριστικό του μεσαιωνικού βυζαστάρης-βυζαστής – ρήμα βυζάνω. Η κατάληξη -ούδι μας θυμίζει ανάλογα, τρυφερούδι, κοπελούδι κ.ά. Ο Λάζαρης ετυμολογεί από το παλιότερο – ίδιο πάντως (και γνωστό εμπρόθετο).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

βλ. και βαζασταρούδι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.