Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βρωμάω

Βρωμάω § οὐδ. ὄζω. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ βρῶμος. Χρόνους τινὰς δανείζεται ἐκ τοῦ βρωμεύω, οἷον ἐβρώμεψε, θὰ βρωμέψῃ, ἀντὶ ἐβρώμησε, θὰ βρωμήσῃ

βλ. κατελώνω και ζέχνω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.