βροχίδα (η)
δέσμη γυναικείων μαλλιών για πλέξιμο πρόσθετης ή φυσικής κοτσίδας.
Συνήθως οι βροχίδες είναι τρεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βροχίδα /ἡ/ (βρόχος -ὶς) = βόστρυχος γυναικείας κόμης, ἑκάστη τῶν δεσμῶν τῆς πλεξίδος (κοτσίδας).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης