βουτσί (το)
βαρέλι κρασιού μ΄σοβάγενο.
Σε χειρόγραφο λογαριασμό του 1755 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Άνιξα ένα βουτζί από οχτό γαζέτες (= Βενετικά χάλκινα νομίσματα αξίας δύο σολδιών) την κανάτα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Β(ου)τσὶ /τὸ/ (βυτίον) = βυτίον πρὸς ἀπόθεσιν οἴνου, μισοβάγενο, βαρέλι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης