Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

β(ου)τσέλι

Β(ου)τσέλι /τὸ/ (βυτίον, Ἰ. vaselo) = φορητὸν ὑδροδοχεῖον ἢ οἰνοδοχεῖον (βυτιοποιΐας) χρήσιμον διὰ τοὺς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργαζομένους. (βουτσέλι)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.