Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βούτα

Βούτα /ἡ/ (Ἰ. voto, vuoto) = ὁμαδικὸς καδίσκος (νυκτερινὸν οὐροδοχεῖον) εἰς ἕκαστον θάλαμον φυλακισμένων.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βοῦτα, § ὁ ἀπόπατος καὶ ἀγγεῖον, ἔνθα ῥίπτονται αἱ ἀκαθαρσίαι.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. βούτει = λάγηνος, πίθος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.