βούκινο
Βούκινο, § ὄργανόν τι ἐκ κολοκύνθης, δι᾿ οὗ οἱ ποιμένες, ἀποτελοῦσι μέγαν ἦχον πρὸς ἐκφόβισιν τῶν λύκων.
Σημ. Ἐκ τοῦ βουκινίζω = φυσῶ τὴν σάλπιγγα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βούκινο, § ὄργανόν τι ἐκ κολοκύνθης, δι᾿ οὗ οἱ ποιμένες, ἀποτελοῦσι μέγαν ἦχον πρὸς ἐκφόβισιν τῶν λύκων.
Σημ. Ἐκ τοῦ βουκινίζω = φυσῶ τὴν σάλπιγγα